- φυτοφόρος
- -ον, Μ(για τη γη) αυτός που παράγει φυτά.[ΕΤΥΜΟΛ. < φυτόν + -φόρος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φυτοφόρος — bearing plants masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτοφόρον — φυτοφόρος bearing plants masc/fem acc sg φυτοφόρος bearing plants neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
ՏՆԿԱԲԵՐ — (ի, ից.) NBH 2 0884 Chronological Sequence: Early classical ա. φυτοφόρος plantifer. որ եւ ՏՆԿԱԾՕՂ, ՏՆԿԱՐԱՐ. Բերօղ յիւրմէ զտունկ, այս է՝ բուսուցանօղ տնկոց եւ ծառոց. *Որով երեւեալ ցամաք ամենածին ծաղկաբուղխ տնկաբերն. Ագաթ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)